- προδιίστημι
- προ-δι-ίστημι, vorher aus einander stellen, trennen, intr., vorher aus einander treten, sich trennen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιίστημι — Α 1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως 2. παθ. προδιίσταμαι α) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.) β) διίσταμαι, διαφωνώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, ένη, ον αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει… … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek